- αδράχτης
- (I)ο [αδράχτι]το αδράχτι.————————(II)ο [αδράχνω]άρπαγας, κλεφταράς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδράχτι — Σύνεργο κλωστικής με το οποίο γνέθουν. Α. λέγεται και ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων και το σιδερένιο ραβδί που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας. Εκείνος που κατασκεύαζε και πουλούσε α. κλωστικής λέγεται αδραχτάς.Αδραχτάς… … Dictionary of Greek
αδράχνω — και αδράζω και δράχνω 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθετ. + αρχ. δράττομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός] … Dictionary of Greek